BLOG

Βρώμη, η βασίλισσα των δημητριακών (μέρος β’)

Βρώμη, ο βασιλιάς των δημητριακών

γράφει η Εύη Αντωνοπούλου

Η βρώμη, το αγαπημένο δημητριακό όλων, αποτελεί την κορυφαία επιλογή των καταναλωτών και είναι πλέον αναπόσπαστο συστατικό του καθημερινού διαιτολογίου. Πλούσια σε φυτικές ίνες, μέταλλα, βιταμίνες και αντιοξειδωτικά η βρώμη αποτελεί ένα σύμμαχο υγείας. Αυτό όμως που την κάνει “βασίλισσα των δημητριακών’’ είναι η υψηλή της περιεκτικότητα σε β-γλυκάνες! Ας δούμε παρακάτω 8 ΛΟΓΟΥΣ για το πώς η κατανάλωσή της ωφελεί την υγεία μας.

Δείτε σχετικά με τη βρώμη, στο προηγούμενο άρθρο, μέρος α’.

Τα οφέλη της βρώμης στην υγεία

1) Βρώμη και  μείωση χοληστερίνης.

H βρώμη είναι πλούσια σε διαλυτές και αδιάλυτες φυτικές ίνες με πιο σημαντικό εκπρόσωπο τις διαλυτές β-γλυκάνες. Πολυάριθμες επιδημιολογικές μελέτες και κλινικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα  ότι οι β-γλυκάνες βοηθούν στη μείωση της LDL χοληστερόλης (κακή χοληστερόλη) και της ολικής χοληστερόλης στο αίμα.

Η Ευρωπαϊκή  Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕFSA) έχει επιβεβαιώσει επίσημα τον ισχυρισμό υγείας ότι οι β-γλυκάνες της βρώμης φαίνεται να μειώνουν τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα και το ρίσκο για καρδιαγγειακές παθήσεις. Παρομοίως η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχουν επιτρέψει επίσημα τον παραπάνω ισχυρισμό υγείας στα προϊόντα βρώμης ολικής άλεσης. Επίσης το 2004, η Υπηρεσία Ισχυρισμών Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (United Kingdom Joint Health Claims)  μετά από 2 μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών και 11 ξεχωριστές κλινικές μελέτες  επέτρεψε τον υποχοληστερολαιμικό ισχυρισμό για τις β-γλυκάνες της βρώμης.

Ο υποχοληστερολαιμικός μηχανισμός δράσης των β-γλυκάνων δεν είναι με ακρίβεια γνωστός. Μία υπόθεση είναι ότι οι β-γλυκάνες αυξάνουν το ιξώδες του εντερικού περιεχομένου και το πάχος του λεπτού εντέρου με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η πέψη και να αναστέλλεται η απορρόφηση των λιπιδίων και της χοληστερόλης στο αίμα. Μία άλλη άποψη είναι ότι οι β-γλυκάνες συνδέονται με τα οξέα της χολής στο έντερο και τα ωθούν να αποβληθούν μέσω της εντερικής εκκένωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η συγκέντρωσή των χολικών αλάτων στην εντεροηπατική κυκλοφορία και έτσι ενεργοποιείται ο μηχανισμός σύνθεσής τους στο ήπαρ από την χοληστερόλη. Επομένως, η χοληστερόλη στο αίμα μειώνεται και δεν χρησιμοποιείται για την παραγωγή των λιποπρωτεϊνών (π.χ. LDL χοληστερόλη).

(Othman et al. 2011, Butt et al. 2008, Flander et al. 2007, Chen et al. 2006, He et al. 2004, Amundsen et al. 2003, AACC 2001, Schneeman 2001, Welch et al. 2000, FDA 1997, Lia et al. 1995, Βraaten et al. 1994, McIntosh et al. 1991 Joint Health Claims, 2004)

2) Βρώμη και προστασία από καρδιαγγειακές παθήσεις

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και η υψηλή χοληστερίνη είναι υψηλός παράγοντα κινδύνου. Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι η μειωμένη χοληστερόλη στο αίμα συνδέεται με μικρότερο ρίσκο καρδιαγγειακών παθήσεων.

Η διαιτητική και φαρμακευτική μείωση της χοληστερίνης μειώνουν το ρίσκο ασθένειας αλλά η διατροφική πρόληψη αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί την πιο αποτελεσματική προσέγγιση. Ένα διαιτολόγιο πλούσιο σε φυτικές ίνες προτείνεται ως ασφαλής  και αποτελεσματικός τρόπος για τη μείωση της χοληστερόλης σύμφωνα με επίσημα επιστημονικά στοιχεία.

 Όπως προαναφέρθηκε και παραπάνω η βρώμη αποτελεί μία τροφή πλούσια σε φυτικές ίνες και κυρίως σε β-γλυκάνες. Σύμφωνα με τις τελευταίες επίσημες δηλώσεις της Αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), λαμβάνοντας υπόψιν της ένα μεγάλο αριθμό  κλινικών μελετών και μετα-αναλύσεων, η καθημερινή κατανάλωση 3g β-γλυκάνης βρώμης ολικής άλεσης ή και περισσότερο μπορεί να μειώσει το ρίσκο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων.

Όσον αφορά το πίτουρο βρώμης (δηλαδή το εξωτερικό μέρος του φλοιού της βρώμης), εξαιτίας της υψηλής του περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και ιδίως σε β-γλυκάνες, προτείνεται ως εξαιρετικό συστατικό-βοήθημα σε διαιτολόγια που στοχεύουν στη μείωση της χοληστερόλης.

(Rasane et al. 2015, Othman et al. 2011, Butt et al. 2008, Mälkki 2001, Sacks et al. 1996, Byington et al.1995, Braaten et al. 1994, Kahlon et al. 1993, Ripsin et al. 1992, De Schrijver et al. 1992, Kris-Etherton et al. 1988, Anderson 1986, Anderson et al. 1984, Trowell & Burkitt 1981, Kirby et al. 1981)

3) Βρώμη για πρόληψη και καλύτερη διαχείριση του διαβήτη

Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό από την ιατρική κοινότητα ότι η παρατεταμένη κατανάλωση αποφλοιωμένων  δημητριακών τα οποία στερούνται φυτικών ινών (π.χ. λευκό αλεύρι, λευκά ζυμαρικά και λευκό ρύζι) συνδέεται με την ανάπτυξη διαβήτη σε ευάλωτους γενότυπους.

Πολυάριθμες επιστημονικές έρευνες έχουν μελετήσει την επίδραση της βρώμης στη διαχείριση του διαβήτη. Η ανασκόπηση των πιο πρόσφατων ερευνών καταλήγει ομόφωνα στη θετική επιρροή της βρώμης στην καλή ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης και ινσουλίνης. Η προστατευτική δράση της βρώμης έναντι στο διαβήτη οφείλεται στις φυτικές ίνες που περιέχει και συγκεκριμένα στις διαλυτές β-γλυκάνες. ‘Ένα διαιτολόγιο πλούσιο σε  β-γλυκάνες, φαίνεται ότι ίσως μπορεί να βελτιώσει τη σταθεροποίηση της γλυκόζης στο αίμα και να ρυθμίσει πιο αποτελεσματικά την έκκριση ινσουλίνης.

Πολλές είναι ακόμα οι έρευνες οι οποίες έχουν εξετάσει τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που έχει η κατανάλωση  πίτουρου βρώμης σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, καθώς το πίτουρο βρώμης έχει πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και β-γλυκάνες (μέχρι και 22,80 %). Έχει παρατηρηθεί ότι η κατανάλωση πίτουρου βρώμης εντός ενός ισορροπημένου διαιτολογίου, εξαιτίας της πολύ υψηλής του περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και  β-γλυκάνες, βελτιώνει το γλυκαιμικό και το λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών καθώς και τις αποκρίσεις της ινσουλίνης.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι β-γλυκάνες φαίνεται να επιβραδύνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων στο έντερο, μειώνοντας έτσι τα επίπεδα της μεταγευματικής γλυκόζης, και προκαλώντας μείωση των αναγκών σε ινσουλίνη. Συνεπώς, τα δημητριακά που περιέχουν β-γλυκάνες, όπως η βρώμη, μπορεί να είναι μια καλή επιλογή για άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2.

 (Rasane et al. 2015, Butt et al. 2008, Behall et al. 2006, Tapola et al. 2005, Jenkins et al. 2002, Hallfrisch et al. 1995, Wood et al. 1994)

4) Βρώμη και διατήρηση φυσιολογικού βάρους

Μία διατροφή πλούσια σε προϊόντα ολικής άλεσης συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση του φυσιολογικού βάρους και στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης παχυσαρκίας. Και αυτό γιατί, όπως προαναφέρθηκε, τα προϊόντα ολικής άλεσης (τα σκούρα δηλαδή) είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Οι φυτικές ίνες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις διαλυτές και τις αδιάλυτες.

Οι διαλυτές φυτικές ίνες, όπως υποδηλώνει και το όνομά τους, έχουν την ικανότητα να διαλύονται εύκολα στο νερό σχηματίζοντας μια παχύρευστη κολλώδη ουσία στο έντερο. Με αυτόν τον τρόπο, το πηκτό αυτό gel διανέμεται στο έντερο επιβραδύνοντας τη διαδικασία  της πέψης και προκαλώντας πρόωρο αίσθημα κορεσμού μεγάλης διάρκειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αισθανόμαστε χορτάτοι για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς να αναζητούμε συνεχώς τροφή. Συνεπώς, η ένταξη προϊόντων βρώμης ολικής άλεσης στο διαιτολόγιό μας θα μας βοηθήσει να μειώνουμε τα άσκοπα ‘’τσιμπολογήματα’’ και να τροφοδοτήσουμε τον οργανισμό με ενέργεια μεγάλης διάρκειας.

(Rasane et al. 2015, Codex Alimentarius 2010, Marquart et al. 2007, Zdunczyk et al. 2006, AACC 2001)

5) Βρώμη και καλή λειτουργία του εντέρου

Η κατανάλωση βρώμης συμβάλλει επίσης στην καλή υγεία του εντερικού συστήματος. Και αυτό γιατί …μάντεψε..η βρώμη είναι πλούσια πηγή φυτικών ινών! Oι φυτικές ίνες, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα θρεπτικά συστατικά, δεν πέπτονται από τον οργανισμό αλλά αντίθετα χρησιμοποιούνται ως τροφή για τη μικροχλωρίδα του παχέος εντέρου. Λειτουργούν δηλαδή σαν πρεβιοτικό συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία του.

 Επιπλέον οι  αδιάλυτες φυτικές ίνες έχουν την ικανότητα να απορροφούν πολύ νερό. Ως αποτέλεσμα αυξάνουν τον όγκο των κοπράνων και διευκολύνουν την αποβολή τους. Γι’ αυτό το λόγο η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες συστήνεται για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας.

(Rasane et al. 2015, Butt et al. 2008, Marquart et al. 2007)

6) Βρώμη, κοιλιοκάκη και δυσανεξία στη γλουτένη

Η κοιλιοκάκη είναι μία πολυπαραγοντική αυτοάνοση διαταραχή του λεπτού εντέρου η οποία οδηγεί σε σταδιακή καταστροφή του βλενογόννου του λεπτού εντέρου και επομένως σε δυσαπορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Οι πάσχοντες από κοιλιοκάκη είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν μία διατροφή αυστηρά απαλλαγμένη από τις τοξικές πρωτεΐνες της γλουτένης, τις λεγόμενες προλαμίνες.

Η τήρηση μίας τόσο αυστηρής διατροφής έχει τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο στους ασθενείς καθώς τα δημητριακά αποτελούν τη βάση της διατροφής. Η βρώμη ωστόσο περιέχει μικρό ποσοστό προλαμινών (αβενίνες) σε σύγκριση με το κοινό σύγχρονο σιτάρι και το ρύζι (περίπου 10-15% των συνολικών πρωτεϊνών της) γι’ αυτό και η κατανάλωσή της έχει προταθεί κατά καιρούς από την επιστημονική κοινότητα ως μία εναλλακτική στο πρόβλημα.

Ωστόσο, οι απόψεις της  ιατρικής κοινότητας για το αν η κατανάλωση της βρώμης είναι ασφαλής  από ασθενείς με κοιλιοκάκη και δυσανεξία στη γλουτένη είναι αμφιλεγόμενες. Ενώ κάποιες μελέτες συστήνουν την πλήρη αποφυγή της από το διαιτολόγιο των ασθενών, άλλες έρευνες αντίθετα έχουν δηλώσει ότι η κατανάλωση της βρώμης θα μπορούσε να είναι τοξική από ασθενείς με κοιλιοκάκη μόνο όταν αυτή καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες. Επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής επιτροπής (EC) No. 41/2009 η βρώμη έχει ενταχθεί στα επιτρεπόμενα συστατικά για τους πάσχοντες από κοιλιοκάκη όταν το περιεχόμενο γλουτένης δε ξεπερνά τα 20 ppm (mg/kg). Παρ’ όλα αυτά, το εάν η κατανάλωση βρώμης από ασθενείς με κοιλιοκάκη είναι ασφαλής  παραμένει ένα αίνιγμα και χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση.

(Ballabio et al. 2011, Ηolm et al. 2006, Kupper 2005, Capouchova et al. 2004, Fasano et al. 2003, Størsrud et al. 2003, Shan et al. 2002, Janatuinen et al. 2000)

7) Αντιοξειδωτική και πιθανή αντικαρκινική δράση

H βρώμη είναι μία πλούσια πηγή φαινολικών ενώσεων και βιταμινών με σημαντική αντιοξειδωτική δράση. Η παρουσία αντιοξειδωτικών στη διατροφή μας είναι πολύ σημαντική καθώς  εξουδετερώνουν τις ελεύθερες ρίζες, επιβραδύνουν τη διαδικασία της γήρανσης και ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού.

Το μεγαλύτερο ποσοστό αντιοξειδωτικών ουσιών της βρώμης απαντά στο πίτουρο δηλαδή στο εξωτερικό μέρος του φλοιού και στο σπέρμα του σπόρου. Γι’αυτό και η κατανάλωση προϊόντων βρώμης ολικής άλεσης που δεν έχει αφαιρεθεί το πίτουρο και το σπέρμα παρέχουν στον οργανισμό όλα τα ευεργετικά οφέλη του σπόρου.

Επίσης μεγάλος αριθμός ερευνών έχει προτείνει και την πιθανή αντικαρκινική δράση της βρώμης. Οι διαιτητικές ίνες της βρώμης και συγκεκριμένα οι β-γλυκάνες έχουν πιθανή αντικαρκινική δράση, καθώς απ’ ότι φαίνεται  μειώνουν ενώσεις οι οποίες είναι υπεύθυνες για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.

(Nakurte et al. 2013, Hsueh et al. 2011, Ryan et al. 2011, Bode and Dong 2009, Μeydani 2009, Jacobs et al. 2008, Ramos 2008, Butt et al. 2008, Μatilla et al. 2005, Murphy et al. 2004, Peterson 2001, Gallaher 2000 Salminen et al. 1998, Dimberg et al. 1993)

8) Βρώμη και καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος

Η βρώμη κατατάσσεται στα πλουσιότερα βιταμινούχα δημητριακά. Αποτελεί ιδανική τροφή για την καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος καθώς είναι εξαιρετική πηγή βιταμινών του συμπλέγματος B. Oι βιταμίνες του συμπλέγματος Β καταπραΰνουν τα συμπτώματα της υπερκόπωσης, συμβάλλουν στη δημιουργία νευροδιαβιβαστών και προσφέρουν μία ασπίδα προστασίας στο νευρικό σύστημα.

Επίσης το σύμπλεγμα βιταμινών Β παίζει καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη του οργανισμού καθώς συνδέεται άρρηκτα με το μεταβολισμό των τροφών και την “απελευθέρωση” ενέργειας από αυτές. Τέλος, οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β ενισχύουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα και συμμετέχουν στη σύνθεση του DNA & RNA.

(Butt et al. 2008, Lebiedzińska et al. 2006)

Υ.Γ. Στα περισσότερα επεξεργασμένα προϊόντα ολικής άλεσης του εμπορίου (π.χ. δημητριακά πρωινού, μπάρες και άλευρα) αφαιρείται μεγάλο μέρος του πίτουρου και το έμβρυο του σπόρου, παρότι διαφημίζονται ως ‘’ολικής άλεσης’’. Αυτό γίνεται με σκοπό τα προϊόντα να έχουν καλύτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά (πχ γεύση, οσμή, αποφυγή ταγγίσματος, καλύτερη διατηρισιμότητα) αλλά ταυτοχρόνως αφαιρούνται πλήθος βιταμινών και αντιοξειδωτικών.Επίσης, ιδίως στα δημητριακά πρωινού περιέχονται μεγάλες ποσότητες ζάχαρης ως ενισχυτικό γεύσης. Σε όλα τα προϊόντα ολικής άλεσης (νιφάδες, ζυμαρικά, άλευρα, σπόροι) του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου διατηρείται το έμβρυο και το πίτουρο των σπόρων διατηρώντας με αυτόν τρόπο όλα τα θρεπτικά συστατικά των σπόρων και δεν περιέχουν ίχνος ζάχαρης και αλατιού.

Δείτε τα προϊόντα βρώμης του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου

Νιφάδες βρώμης ολικής άλεσης (Quaker) & πίτουρο βρώμης εδώ:

Αλεύρι ολικής άλεσης βρώμης

Συγγραφή & επιμέλεια άρθρου

Εύη Αντωνοπούλου
Γεωπόνος-Επιστήμων Τροφίμων
ΜSc Κλινική Διαιτολογία-Διατροφολογία
Δασκάλα της Yoga

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

AACC (2001) The definition of dietary fibre. Report of the dietary fibre definition committee to the board of directors of the American association of cereal Chemists. Cereal Foods World 46:112–129 Ahmad A, Anjum FM

Amundsen, Å. L., Haugum, B., & Andersson, H. (2003). Changes in serum cholesterol and sterol metabolites after intake of products enriched with an oat bran concentrate within a controlled diet. Scandinavian Journal of Nutrition47(2), 68-74.

Anderson, J. W., Story, L., Sieling, B., Chen, W. L., Petro, M. S., & Story, J. (1984). Hypocholesterolemic effects of oat-bran or bean intake for hypercholesterolemic men. The American journal of clinical nutrition40(6), 1146-1155.

Andreson, J. W. (1986). Dietary fiber: hyperlipidemia, hypertension, and coronary heart disease. Am. J. Gastroenterol.81, 907-909.

Ballabio, C., Uberti, F., Manferdelli, S., Vacca, E., Boggini, G., Redaelli, R., … & Restani, P. (2011). Molecular characterisation of 36 oat varieties and in vitro assessment of their suitability for coeliacs’ diet. Journal of Cereal Science54(1), 110-115.

Behall, K. M., Scholfield, D. J., Hallfrisch, J. G., & Liljeberg-Elmståhl, H. G. (2006). Consumption of both resistant starch and β-glucan improves postprandial plasma glucose and insulin in women. Diabetes care29(5), 976-981.

Bode AM, Dong Z (2009) Cancer prevention research – then and now. Nat Rev Cancer 9:508–516

Bode, A. M., & Dong, Z. (2009). Cancer prevention research—then and now. Nature Reviews Cancer9(7), 508-516.

Braaten, J. T., Wood, P. J., Scott, F. W., Wolynetz, M. S., Lowe, M. K., Bradley-White, P., & Collins, M. W. (1994). Oat beta-glucan reduces blood cholesterol concentration in hypercholesterolemic subjects. European journal of clinical nutrition48(7), 465-474.

Butt, M. S., Tahir-Nadeem, M., Khan, M. K. I., Shabir, R., & Butt, M. S. (2008). Oat: unique among the cereals. European journal of nutrition47(2), 68-79.

Byington, R. P., Jukema, J. W., Salonen, J. T., Pitt, B., Bruschke, A. V., Hoen, H., … & Mancini, G. J. (1995). Reduction in cardiovascular events during pravastatin therapy: pooled analysis of clinical events of the Pravastatin Atherosclerosis Intervention Program. Circulation92(9), 2419-2425.

Capouchova, I., Petr, J., Tlaskalova-Hogenova, H., Michalik, I., Famera, O., Urminska, D., … & Borovska, D. (2004). Protein fractions of oats and possibilities of oat utilisation for patients with coeliac disease. Czech Journal of Food Sciences-UZPI (Czech Republic).

Chen, J., He, J., Wildman, R. P., Reynolds, K., Streiffer, R. H., & Whelton, P. K. (2006). A randomized controlled trial of dietary fiber intake on serum lipids. European journal of clinical nutrition60(1), 62-68.

Codex alimentarius(2010)25 new or revised codex standards or related texts or amendments to these texts and may new revisions. http:// www.ift.org/public-policy-and-regulations/~/media/Public Policy/ International Advocacy/33rd Session of the Codex Alimentarius Commission.pdf (Assessed on December 2010)

De Schrijver, R., Fremaut, D., & Verheyen, A. (1992). Cholesterol-lowering effects and utilization of protein, lipid, fiber and energy in rats fed unprocessed and baked oat bran. The Journal of nutrition122(6), 1318-1324.

Dimberg LH, Theander O, Lingnert H (1993) Avenanthramides da group of phenolic antioxidants in oats. Cereal Chem 70:637–641

Fasano, A., Berti, I., Gerarduzzi, T., Not, T., Colletti, R. B., Drago, S., … & Pietzak, M. (2003). Prevalence of celiac disease in at-risk and not-at-risk groups in the United States: a large multicenter study. Archives of internal medicine163(3), 286-292.

FDA (1997) FDA allows whole oat foods to make health claim on reducing the risk of heart disease. Food and Drug Administration. U.S. Department of Health and Human Services, USA, Talk Paper 22 January 1997

Flander L, Salmenkallio-Marttila M, Suortti T, Autio K (2007) Optimization of ingredients and baking process for improved wholemeal oat bread quality. LWT – Food Sci Technol 40:860–870

Gallaher, D. D. (2000). Dietary fiber and its physiological effects. Essentials of functional foods, 273-292.

Hallfrisch, J., Scholfield, D. J., & Behall, K. M. (1995). Diets containing soluble oat extracts improve glucose and insulin responses of moderately hypercholesterolemic men and women. The American journal of clinical nutrition61(2), 379-384.

He, J., Streiffer, R. H., Muntner, P., Krousel-Wood, M. A., & Whelton, P. K. (2004). Effect of dietary fiber intake on blood pressure: a randomized, double-blind, placebo-controlled trial. Journal of hypertension22(1), 73-80.

Holm, K., Mäki, M., Vuolteenaho, N., Mustalahti, K., Ashorn, M., Ruuska, T., & Kaukinen, K. (2006). Oats in the treatment of childhood coeliac disease: a 2‐year controlled trial and a long‐term clinical follow‐up study. Alimentary pharmacology & therapeutics23(10), 1463-1472.

Hsueh CW, Chia HH, Jeng DH, Mon YY, Shing JW, Chau JW (2011) Inhibitory effect of whole oat on aberrant crypt foci formation and colon tumor growth in ICR and BALB/c mice. J Cereal Sci 53:73–77

Hsueh CW, Chia HH, Jeng DH, Mon YY, Shing JW, Chau JW (2011) Inhibitory effect of whole oat on aberrant crypt foci formation and colontumorgrowthinICRandBALB/cmice.JCerealSci53:73–7

Jacobs Jr, D. R., Marquart, L., Slavin, J., & Kushi, L. H. (1998). Whole‐grain intake and cancer: An expanded review and meta‐analysis. Nutrition and cancer30(2), 85-96.

Janatuinen, E. K., Kemppainen, T. A., Pikkarainen, P. H., Holm, K. H., Kosma, V. M., Uusitupa, M. I. J., … & Julkunen, R. J. K. (2000). Lack of cellular and humoral immunological responses to o

Jenkins, A. L., Jenkins, D. J. A., Zdravkovic, U., Würsch, P., & Vuksan, V. (2002). Depression of the glycemic index by high levels of β-glucan fiber in two functional foods tested in type 2 diabetes. European journal of clinical nutrition56(7), 622-628.

Joint Health Claims Initiative. Final Report on a Generic Health Claim for Oats and Reduction of Blood Cholesterol . 2004: Available at:  https://webarchive.nationalarchives.gov.uk/20130418084332uo_/http://www.jhci.org.uk/approv/oats.htm

Kahlon, T. S., Chow, F. I., Knuckles, B. E., & Chiu, M. M. (1993). Cholesterol-lowering effects in hamsters of β-glucan-enriched barley fraction, dehulle whole barley; rice bran, and oat bran and their combinations. Cereal chemistry70(4), 435-440.

Kirby, R. W., Anderson, J. W., Sieling, B., Rees, E. D., Chen, W. J., Miller, R. E., & Kay, R. M. (1981). Oat-bran intake selectively lowers serum low-density lipoprotein cholesterol concentrations of hypercholesterolemic men. The American journal of clinical nutrition34(5), 824-829.

Kris-Etherton, P. M., Krummel, D., Russell, M. E., Dreon, D., Mackey, S., Borchers, J., & Wood, P. D. (1988). The effect of diet on plasma lipids, lipoproteins, and coronary heart disease. Journal of the American Dietetic Association88(11), 1373-1400.

Kupper, C. (2005). Dietary guidelines and implementation for celiac disease. Gastroenterology128(4), S121-S127.

Lebiedzińska, A., & Szefer, P. (2006). Vitamins B in grain and cereal–grain food, soy-products and seeds. Food Chemistry95(1), 116-122.

Lia, A., Hallmans, G., Sandberg, A. S., Sundberg, B., Aman, P., & Andersson, H. (1995). Oat beta-glucan increases bile acid excretion and a fiber-rich barley fraction increases cholesterol excretion in ileostomy subjects. The American journal of clinical nutrition62(6), 1245-1251.

Mälkki, Y. (2001). Physical properties of dietary fiber as keys to physiological functions. Cereal Foods World46(5), 196-199.

Marquart, L., Jones, J. M., Cohen, E. A., & Poutanen, K. (2007). The future of whole grains. In Whole grains and health (pp. 3-16). Blackwell Publishing Professional.

Matilla P, Pihlava JM, Hellstrom J (2005) Contents of phenolic acids, alkyl and alkylresorcinol and avenanthramides in commercial grain products. J Agric Food Chem 53:8290–8295

McIntosh GH, Whyte J, McArthur R, Nestel PJ (1991) Barley and wheat foods influence on plasma cholesterol concentrations in hypercholesterolemic men. Am J Clin Nutr 53:1205– 1209

Meydani M (2009) Potential health benefits of avenanthramides of oats. Nutr Rev 67:731–735

MurphyEA,DavisJM,BrownAS,CarmichaelMD,MayerEP,Ghaffar A (2004) Effects of moderate exercise and oat β-glucan on lung tumor metastases and macrophage antitumor cytotoxicity. J Appl Physiol 97:955–959

NakurteI,KirhnereI,NamnieceJ,SalenieceK,KrigereL,MekssP,Vicupe Z, Bleidere M, Legzdina L, Muceniece R (2013) Detection of the lunasin peptide in oats (Avena sativa L). J Cereal Sci. doi:10.1016/ j.jcs.2012.12.008

Nie L, Wise ML, Peterson DM, Meydani M (2006) Avenanthramide, a polyphenol from oats, inhibits vascular smooth muscle cell proliferation and enhances nitric oxide production. Atherosclerosis 186:260–266

Othman, R. A., Moghadasian, M. H., & Jones, P. J. (2011). Cholesterol-lowering effects of oat β-glucan. Nutrition reviews69(6), 299-309.

Packer L (1991) Protective role of vitamin E in biological systems. Am J Clin Nutr 53:1050S–1053S

Peterson DM (2001) Oat antioxidants. J Cereal Sci 33:115–129

Ramos S (2008) Cancer chemoprevention and chemotherapy: dietary polyphenolsandsignallingpathways.MolNutrFoodRes52:507– 526

Rasane, P., Jha, A., Sabikhi, L., Kumar, A., & Unnikrishnan, V. S. (2015). Nutritional advantages of oats and opportunities for its processing as value added foods-a review. Journal of food science and technology52(2), 662-675.

Ripsin, C. M., Keenan, J. M., Jacobs, D. R., Elmer, P. J., Welch, R. R., Van Horn, L., … & Hegsted, M. (1992). Oat products and lipid lowering: a meta-analysis. Jama267(24), 3317-3325.

Ross WM, Creighton MO, Stuart DeHaan PJ, Trevithick JR (1981) Modelling cortical catarctogenesis. 3. In vitro effects of vitamin E on cataractogenesis in diabetic rat. Can J Ophthalmol 71:61–66

Ryan, L., Thondre, P. S., & Henry, C. J. K. (2011). Oat-based breakfast cereals are a rich source of polyphenols and high in antioxidant potential. Journal of Food Composition and Analysis24(7), 929-934.

Sacks, F. M., Pfeffer, M. A., Moye, L. A., Rouleau, J. L., Rutherford, J. D., Cole, T. G., … & Davis, B. R. (1996). The effect of pravastatin on coronary events after myocardial infarction in patients with average cholesterol levels. New England Journal of Medicine335(14), 1001-1009.

Salminen, S., Bouley, C., Boutron, M. C., Cummings, J. H., Franck, A., Gibson, G. R., … & Rowland, I. (1998). Functional food science and gastrointestinal physiology and function. British journal of nutrition80(S1), S147-S171.

Schneeman BO (2001) Dietary fibre and gastrointestinal function. In: McCleary BV, Prosky L (eds) Advanced dietary fibre technology. Blackwell Science, Oxford, UK, pp 168–173

Shan, L., Molberg, Ø., Parrot, I., Hausch, F., Filiz, F., Gray, G. M., … & Khosla, C. (2002). Structural basis for gluten intolerance in celiac sprue. Science297(5590), 2275-2279.

Størsrud, S., Hulthen, L. R., & Lenner, R. A. (2003). Beneficial effects of oats in the gluten-free diet of adults with special reference to nutrient status, symptoms and subjective experiences. British Journal of Nutrition90(1), 101-107. ats in adults with coeliac disease. Gut46(3), 327-331.

Tapola, N., Karvonen, H., Niskanen, L., Mikola, M., & Sarkkinen, E. (2005). Glycemic responses of oat bran products in type 2 diabetic patients. Nutrition, Metabolism and Cardiovascular Diseases15(4), 255-261.

Trowell, H. C., & Burkitt, D. P. (Eds.). (1981). Western diseases, their emergence and prevention. Harvard University Press.

Welch, R. W., Brown, J. C. W., & Leggett, J. M. (2000). Interspecific and intraspecific variation in grain and groat characteristics of wild oat (Avena) species: very high groat (1→ 3),(1→ 4)-β-D-glucan in an Avena atlantica genotype. Journal of Cereal Science31(3), 273-279.

Wood PJ, Braaten JA, Scott FD, Riedel KD, Wolynetz MS, Collins MW (1994) Effect of dose and modification of viscous oat gum on plasma glucose and insulin following an oral glucose load. British J Nutrition 72:731–743

Zduńczyk, Z., Flis, M., Zieliński, H., Wróblewska, M., Antoszkiewicz, Z., & Juśkiewicz, J. (2006). In vitro antioxidant activities of barley, husked oat, naked oat, triticale, and buckwheat wastes and their influence on the growth and biomarkers of antioxidant status in rats. Journal of Agricultural and Food Chemistry54(12), 4168-4175.

Ηλεκτρονικές πηγές:

https://efsa.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.2903/j.efsa.2010.1885

https://www.accessdata.fda.gov/scripts/cdrh/cfdocs/cfcfr/CFRSearch.cfm?fr=101.81