
Νέα ΕΡΕΥΝΑ αναδεικνύει τα μοναδικά χαρακτηριστικά του σιταριού Triticum dicoccum Διλόφου Ναρθακίου και των παραδοσιακών ελληνικών ποικιλιών σιτηρών.
Πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), που δημοσιεύθηκε σε έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό ανέδειξε τα μοναδικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών ποικιλιών σιταριού Τriticum dicoccum Διλόφου, Triticum monococcum και σίκαλης Διλόφου καθώς και των προϊόντων που παράγονται από αυτά όπως ψωμί, αλεύρι, ζυμαρικά κλπ. Τα ελληνικά σιτηρά και συγκεκριμένα του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου, έδειξαν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε βιοδραστικές πολυφαινόλες σε σχέση με σιτηρά από όλες τις άλλες χώρες, μια κατηγορία ουσιών που είναι γνωστές με το όνομα αλκυλορεσορκινόλες και έχουν συσχετιστεί με τις ευεργετικές ιδιότητες των προϊόντων ολικής άλεσης.
Συγκεκριμένα, o καθηγητής ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΜΑΓΙΑΤΗΣ και η ερευνητική ομάδα του (Δρ. Ελένη Μέλλιου, Αθηνά Τσιριβάκου) του Φαρμακευτικού τμήματος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), ανέπτυξαν μια νέα μέθοδο με την οποία κατέστη δυνατή η μέτρηση των βιοδραστικών συστατικών του σιταριού, του αλευριού και όλων των συναφών προϊόντων σε ελάχιστα λεπτά. Η μέθοδος βασισμένη στη φασματοσκοπία πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR) εφαρμόστηκε σε δεκάδες δείγματα και το συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι οι βιοδραστικές αλκυλορεσορκινόλες υπήρχαν σε πολύ μεγάλες ποσότητες μόνο στα προϊόντα ολικής άλεσης. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Μαγιάτης: «Η παραδοσιακή Μεσογειακή διατροφή, βασισμένη στο τρίπτυχο λάδι, κρασί και ψωμί, ήταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα πολύ πλούσια σε φαινόλες καθώς το ψωμί φτιαχνόταν κυρίως από αλεύρι ολικής άλεσης. Το σημερινό βιομηχανοποιημένο ψωμί από λευκό αλεύρι από μαλακό σιτάρι (Triticum aestivum) έχει σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε φαινόλες. Αντίθετα ανέδειξε ότι ένα κιλό ψωμί από αλεύρι σταριού ολικής άλεσης (Triticum dicoccum Διλόφου Ναρθακίου) μπορεί να περιέχει έως και μισό γραμμάριο από βιοδραστικές αλκυλορεσορκινόλες, δηλαδή σε επίπεδα δόσης «φαρμακευτικού προϊόντος».
Τα σιτηρά που χρησιμοποίησε η έρευνα ήταν του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου. Μελετώντας τα σιτηρά από διάφορες χώρες η έρευνα αποκάλυψε ότι ο σπόρος των παραδοσιακών ελληνικών ποικιλιών σιταριού Τriticum dicoccum Διλόφου Ναρθακίου και Τriticum monococcum περιείχε την υψηλότερη περιεκτικότητα σε φαινόλες σε σχέση με ότι έχει καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Με περιεκτικότητα που ξεπερνάει το 1 γραμμάριο φαινολών ανά κιλό, οι ποικιλίες αυτές αποδείχτηκε ότι περιείχαν διπλάσια ή τριπλάσια ποσότητα σε σχέση με αντίστοιχα σιτηρά από την Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Επίσης πολύ ενδιαφέρον ήταν το στοιχείο ότι οι ουσίες αυτές δεν υπήρχαν σε άλλα σιτηρά (κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι κλπ) αλλά μόνο στη σίκαλη Διλόφου Ναρθακίου, που επίσης θεωρείται εξαιρετική πηγή.
Επίσης εντυπωσιακό είναι ότι παρατηρήθηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως πως κατά την παραγωγή – επεξεργασία – ψήσιμο νιφάδων, ψωμιού, γκοφρετών και ζυμαρικών, τα προϊόντα αυτά διατήρησαν την πλειονότητα των φαινολών, σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες που δείχνουν ότι οι φαινόλες (ARS) εξαφανίζονται κατά το ψήσιμο.
Όλα τα προϊόντα που φτιάχνονται με Τriticum dicoccum Διλόφου Ναρθακίου, δηλαδή τα προϊόντα με την εμπορική ονομασία «Ζέας» (νιφάδες, ζυμαρικά, γκοφρέτες Ζέας κλπ) ήταν εξαιρετικά πλούσια στις ευεργετικές ουσίες. Οι ουσίες που μελετήθηκαν (αλκυλορεσορκινόλες) έχουν χαρακτηριστεί ως δείκτης κατανάλωσης προϊόντων ολικής άλεσης και η υψηλή συγκέντρωση τους στον αίμα συσχετίζεται με την αντιοξειδωτική προστασία του καρδιαγγειακού συστήματος και τη μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης διαφόρων μορφών καρκίνου.
Το φυτικό υλικό που μελετήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, προερχόταν από το Αγρόκτημα Αντωνόπουλου στο Δίλοφο Ναρθακίου Φαρσάλων, στην οποία διατηρούνται με ιδιαίτερη φροντίδα παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Πολλοί μύθοι και υπερβολές έχουν ακουστεί σχετικά με τις ιδιότητες γενικώς του Δίκοκκου σταριού, όπου ένας αστικός μύθος πού δημιουργήθηκε από εταιρείες εισαγωγής ήθελε το εμπορικό όνομα ζέας να ταυτίζεται με το αρχαίο δίκοκκο σιτάρι, ήθελε την δήθεν απαγόρευση της καλλιέργειάς του ή διάφορες ατεκμηρίωτες θεραπευτικές ιδιότητες. Όμως η σωστή επιστημονική μελέτη μπορεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να αναδείξει τα πραγματικά προτερήματα του. Το Τriticum dicoccum Διλόφου Ναρθακίου μπορεί να μειονεκτεί σε σχέση με το κοινό σιτάρι ως προς τη στρεμματική απόδοση και τη δυσκολία στην κατεργασία, όμως φαίνεται ότι πλεονεκτεί στα θέματα της υγείας, γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει την υψηλότερη τιμή του και να ανοίξει μια νέα αγορά για τα ελληνικά προϊόντα.
Η έρευνα αυτή ανέδειξε για μια ακόμα φορά τον πλούτο της ελληνικής γης και των προϊόντων της και τονίζει την ανάγκη για επιστροφή στα παραδοσιακά συστατικά της Μεσογειακής διατροφής. Παράλληλα αναδεικνύει και τη μεγάλη σημασία της επιστημονικής έρευνας για την προβολή των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, πού πληρούν τις παραπάνω προδιαγραφές.
Ο καθηγητής Μαγιάτης που έχει αναδείξει την τελευταία δεκαετία την ανωτερότητα των ελληνικών ποικιλιών ελαιολάδου σε σχέση με την περιεκτικότητα του στις φαινόλες του ευρωπαϊκού ισχυρισμού υγείας, προτείνει για πρώτη φορά τον όρο υψηλό φαινολικό αλεύρι-προϊόν για όλα τα προϊόντα σίτου, πού τηρούν τις προδιαγραφές του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου (ντόπιοι σπόροι, προστατευμένες παραδοσιακές καλλιεργητικές συνθήκες σε αυστηρά γεωγραφικά όρια, κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες με ταυτόχρονη διατήρηση της καθαρότητας και των χαρακτηριστικών των ποικιλιών), ώστε ο καταναλωτής να γνωρίζει τον αγγειοπροστατευτικό χαρακτήρα των προϊόντων που επιλέγει.
Επίσης, δείτε το άρθρο από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ εδώ